-
1 плоскость
плоскость ж в розн. знач. το επίπεδο· η επιφάνεια (тк. поверхность)* * *ж в разн. знач.το επίπεδο; η επιφάνεια (тк. поверхность) -
2 плоскость
плоскост||ьж1. (поверхность) ἡ ἐπιφάνεια, ἡ ἐπίπεδος ἐπιφάνεια·2. перен τό ἐπίπεδο:в разных \плоскостьях σέ διαφορετικά ἐπίπεδα·3. мат τό ἐπίπεδο[ν]:пак-ло́нная \плоскость ἡ ἐπικλινής ἐπιφάνεια· ◊ катиться по наклонной \плоскостьи παίρνω τόν κατήφορο. -
3 επίπεδο(ν)
τό1) плоскость;σε διαφορετικά επίπεδα — в разных плоскостях;
2) перен. уровень, ступень;βρίσκομαι στο ίδιο επίπεδο(ν) με... — быть на одном уровне с...;
βιοτικό επίπεδο(ν) — жизненный уровень;
επί υψηλού επίπέδου — на высоком уровне;
επί ανωτάτου επίπέδου — в верхах
-
4 επίπεδο(ν)
τό1) плоскость;σε διαφορετικά επίπεδα — в разных плоскостях;
2) перен. уровень, ступень;βρίσκομαι στο ίδιο επίπεδο(ν) με... — быть на одном уровне с...;
βιοτικό επίπεδο(ν) — жизненный уровень;
επί υψηλού επίπέδου — на высоком уровне;
επί ανωτάτου επίπέδου — в верхах
-
5 плоскость
-и θ.1. ομαλότητα (επιφάνειας).(μαθ.) το επίπεδο.2. (γεν. πλθ. -έβ) μτφ. τομέας, σφαίρα, πεδίο•плоскость науки ο τομέας της επιστήμης.
3. πτέρυγα αεροπλάνου.4. παλ. το άχαρες, το άνοστο, το άνάλατο, η σαχλότητα (για αστείο, παρατήρηση). -
6 плоскость
το επίπεδοглавная - мат. κύριο -наклонная - κεκλιμένο -, επικλινές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плоскость
-
7 επίπεδο
[эпипэдо] ουσ ο горизонтальная плоскость, уровень. -
8 проекция
η προβολήгномоническая - мат. γνωμονική -зенитальная - (карт.) ζενιθιακή -конформная (карт.) σύμ-μορφος -косая - πλάγια -, λοξή -поликоническая - πολυκωνική -, стереографическая - στερεογραφική -центральная - (карт.) κεντρική -цилиндрическая - (карт.) κυλινδρική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проекция
-
9 наклонный
επ., βρ: -онен, -бнна, -бнно.1. κεκλιμένος, επικλινής, γυρτός, γερμένος•-ое положение επικλινής θέση•
-ая плоскость επικλινές επίπεδο κατωφέρεια.
2. μτφ. επιρρεπής.εκφρ.катиться по -ой плоскости – παίρνω τον κατήφορο, ξεπέφτω ηθικά, παίρνω κακό δρόμο. -
10 уровень
1. (прибор) το αλφάδι 2. (степень величины, значимости и т.п.) το επίπεδο, ο βαθμόςэнергетический - физ. η ενεργειακή στάθμη3. (условная горизонтальная линия или плоскость, являющаяся границей высоты чего-л) το επίπεδο, η επιφάνεια 4. (высота подъёма жидкости) η στάθμη- воды принятый за нулевой - του ύδατος, θεωρούμενη ως βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уровень
-
11 наклонный
накло́нн||ыйприл ἐπικλινής, κεκλιμένος, κατωφερής, πλάγιος:\наклонныйая плоскость τό ἐπικλινές ἐπίπεδο[ν], ἡ κατωφερής ἐπιφάνεια· ◊ катиться по \наклонныйой плоскости παίρνω τόν κατήφορο, κατρακυλώ. -
12 επικλινής